- πέποιθεν
- πείθωpersuadeperf ind act 3rd sgπείθωpersuadeplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευοργησία — εὐοργησία, ἡ (Α) [ευόργητος] ηπιότητα διαθέσεως, πραότητα («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», Ευρ.) … Dictionary of Greek